μεταπλαστός

μεταπλαστός
η , ό[ν] 1. преобразуемый, видоизменяемый, поддающийся преобразованию, видоизменению;
2.:

τα μεταπλαστά — грам, существительные, меняющие основу при склонении (напр. :

δόρυ — δόρατος;
γόνυ — γόνατος)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεταπλαστός" в других словарях:

  • μεταπλαστός — ή, ό 1. αυτός που επιδέχεται μετάπλαση, ο μεταβλητός 2. γραμμ. φρ. «μεταπλαστά ονόματα» ονόματα τών οποίων το θέμα δεν διατηρείται σε όλους τους τύπους, αλλά μεταβάλλεται στις διάφορες πτώσεις, όπως, λ.χ. το γόνυ, τού γόνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»